Πέμπτη 25  Απριλίου  2024 

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ - ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ»

Η γενοκτονία από τους Γερμανούς στο Μεσόβουνο - Ιστορία της Εορδαίας

Η γενοκτονία από τους Γερμανούς στο Μεσόβουνο - Ιστορία της Εορδαίας

Αφηγητής/τρια

Έσκαβα τάφους για να βρω τον αδερφό μου

 

Τι σκέφτεται κανείς μόλις βγει από τα υγρά καταφύγια του πολέμου; Ένα 11χρονο αγόρι που αποχωρίστηκε βίαια από τα αδέλφια του, προσπαθεί να εντοπίσει κάθε ίχνος που θα τον οδηγήσει σε εκείνους, ζωντανούς ή νεκρούς.

Γεννήθηκα εδώ στο Μεσόβουνο το 1933, από γονείς που ήρθαν από την Τουρκία, από τον Πόντο. Ήμασταν πέντε αδέλφια: ο Κωνσταντίνος, εγώ, η Δέσποινα, ο Ηρακλής κι ο Βασίλης.

Το ’40, ο πατέρας μου αρρώστησε και πέθανε. Είχε πάει με τον θείο μου κάτω στα Πολλά Νερά, δούλευαν στα χωράφια ενός τσιφλικά κι εκεί, αρρώστησε. Μόλις τον χάσαμε, η μητέρα μου έμεινε μόνη με τα μικρά. Ήταν αδύνατον να τα κοιτάξει όλα μόνη της. Έδωσε τον Βασίλη, που ήταν μωρό ακόμη, βύζαινε, έδωσε και τη Δέσποινα σε κάποιους από χωριά της περιοχής. Μείναμε τρία παιδιά: εγώ, ο Κωνσταντίνος κι ο Ηρακλής.

Όταν άρχισε ο γερμανικός ο πόλεμος, όταν ξεκίνησε η Κατοχή, ήμουν οκτώ χρονών. Τον Οκτώβριο του '41, ήμουν σε ένα αλώνι. Κοιτάω απάνω στα βουνά και βλέπω κόσμο, στρατιώτες, γραμμή, κεφάλια. Μπαίνω μέσα στο σπίτι, ο πατέρας μου δε ζούσε, ήταν ο θείος μου. Και μου ειπε: «Έλα εδώ, Γερμανοί είναι!» Εγώ, επειδή ήμουν λίγο ζωηρός, πάω παίρνω το όπλο από κάτω απ’ τα άχυρα κι έρχομαι πάνω με το όπλο: «Και που είναι αυτοί οι Γερμανοί;» Ε, εκεί ο θείος με έδωσε δυο ζεστές σφαλιάρες! «Πάνε το όπλο από εκεί που το πήρες!» Θυμάμαι ακόμα τις σφαλιάρες!

Ήρθαν οι Γερμανοί, είπαν οι άνδρες να μαζευτούν, όλοι. Η γιαγιά μου είπε στον θείο μου: «Να σου φορέσουμε γυναικεία ρούχα, να σε περάσουν για γυναίκα, να μη σε πάρουν». Αλλά ο θείος μου ήταν ψηλός. «Εγώ δεν μπορώ να πάω με αυτά τα ρούχα εκεί, σαν τσολιάς! Θα με πιάσουν». Και πήγε.

Λίγο μετά, ακούσαμε τα πολυβόλα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλους τους άνδρες στο χωριό. Μόνο τον αδερφό μου τον Κωνσταντίνο δεν τον σκότωσαν, γλίτωσε, γιατί ήταν στην Κοζάνη. Μετά, έβαλαν στο χωριό φωτιά κι εμάς, τις γυναίκες και τα παιδιά, μας πήραν και μας πήγαν στην Πτολεμαΐδα. Μας κλείσανε στης «Λαχανάβας το χάνι», έτσι το λέγανε, που βάζανε ζώα εκεί μέσα. Εκεί να δεις ψείρες! Περιμέναμε, δεν ξέραμε τι θα μας κάνανε οι Γερμανοί.

Εκεί, στο χάνι, ήρθανε δύο άτομα και ζητούσαν να πάρουν παιδιά για ψυχοπαίδια, από εκεί μέσα. Το χωριό καμένο, η μάνα μου χήρα, λέμε κι εμείς να δώσουμε τον Ηρακλή. Λέω: «Πάνε, εμάς θα μας σκοτώσουν! Εσύ γλιτώνεις, πάνε!» Κι αυτός πήγε μαζί τους. Τελικά, τον υιοθέτησε μια γυναίκα. Μείναμε δυο παιδιά: εγώ κι ο Κωνσταντίνος.

Μετά από λίγες μέρες, μας άφησαν να φύγουμε. Το χωριό, εδώ, όλο ερείπια ήτανε, καμένο, τίποτα δεν είχε. Κι όταν ξεκίνησε η Αντίσταση, ο αδερφός μου ο Κωνσταντίνος πήγε με τους αντάρτες, πήγε στον ΕΛΑΣ. Ήταν κι ο αδερφός μου κι ο ξάδερφός μου αντάρτες. Θυμάμαι ανέβαινα στο βουνό, κρύο ήταν, χιόνια ήταν τέτοια εποχή, και τα μαλλιά μου όπως έφευγα απ' το σπίτι, παγώναν. Μου καθάριζε τα μαλλιά από τα χιόνια κι έλεγε: «Μη φοβάσαι τώρα, θα δεις τι θα τους κάνουμε! Όταν θα περάσουν οι Γερμανοί προς τους Πύργους, θα τους ρίξουμε με τ’ άρματα μες στον κάμπο».

Η ενέδρα έγινε, η μάχη με τους αντάρτες έγινε. Και λίγο μετά, το '44, κύκλωσαν πάλι το Μεσόβουνο οι Γερμανοί, μαζί με Παοτζήδες. Ήμουν εγώ στο βουνό, στον Ανάργυρο απάνω, κι απ’ το ύψωμα, φώναξα στο χωριό: «Οι Γερμανοί έρχονται! Κρυφτείτε!»

Άρχισε ο κόσμος να τρέχει προς το βουνό. Ήξερα εγώ μια τρύπα, ήτανε μια πέτρα σκισμένη, και μπήκα εκεί, στην πέτρα εκεί, ανάμεσα. Ο κόσμος έτρεχε, οι Γερμανοί τούς βάλανε. Βλέπω απέναντί μου, ήτανε του Τεκνετζίδη του Πάρη ο θείος και του Πανίκα η κόρη, με το μωρό της. Οι Γερμανοί έριξαν, χτύπησαν το μωρό, σκοτώθηκε κι αυτή. Ρίξανε, σκότωσαν, τραυμάτισαν και τον άλλον στα πόδια του. Μια κοπέλα έτρεχε στην ανηφόρα, φώναζε με τα χέρια ψηλά κι έκλαιγε. Μια άλλη γυναίκα πήρε ένα μωρό, ανέβηκε απάνω στην ανηφόρα. Εκεί απάνω ήταν ένας διερμηνέας και του είπε: «Βάλτο εδώ πέρα να σωθεί, αυτό δε θα έχει ψυχή». Ήρθε εκεί ο Γερμανός, το 'ριξε, το σκότωσε. Το σκότωσε!

Εγώ λέω: «Δε θα βγεις από εδώ μέσα, μέχρι που να σταματήσει το κακό». Έμεινα μέσα στην τρύπα, στον βράχο. Πείνα, κακό... μέχρι φύλλα έφαγα! Εκεί στον Ανάργυρο, μέχρι φύλλα από τα δέντρα έφαγα. Κι έμεινα κρυμμένος.

Κάποτε, ένας διερμηνέας φωνάζει: «Βγείτε έξω, δε θα σας σκοτώσουνε!» Βγαίνουμε, που λες. Μας μάζεψαν, μας πήγαν στην πλατεία εκεί κάτω, μας φόρτωσαν σε τζέιμς και μας πήγαν πάλι στην Πτολεμαΐδα, στο χάνι.

Ο αδερφός μου ο Κωνσταντίνος ήταν με τους αντάρτες. Όταν έγιναν αυτά στο Μεσόβουνο, του είπαν ότι εμείς σκοτωθήκαμε. Έφυγε, λοιπόν, από τον ΕΛΑΣ κι ήρθε στο χωριό, για να μας βρει, να δει τι απογίναμε. Ήρθε, μας έψαξε, δε μας βρήκε. Αγαπούσε όμως και μια κοπέλα, μια γειτόνισσα στο παλιό το σπίτι μας από επάνω. Έψαξε να τη βρει κι εκείνη. Κι εκείνη τη βρήκε, σκοτωμένη. Μέσα στο νερό.

Έφυγε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει τον λόχο του, έφυγε ο λόχος του. Πήγε απάνω στην Κουτσούφλιανη. Όμως οι Γερμανοί φτάσανε κι εκεί, κύκλωσαν το χωριό και πιάσανε τους άντρες, όπως στο Μεσόβουνο. Ο αδερφός μου ξεχώριζε από μακριά, επειδή φορούσε το χακί, κατάλαβαν αμέσως πως ήταν αντάρτης. Τους πήγαν μέσα στο σχολείο κι ένας μετά μου έλεγε: «Μας δώσανε ψωμί να φάμε και πήγα εγώ να δώσω τον αδερφό σου. Και με έδωσε μια με το όπλο ο Γερμανός στην πλάτη. “Γιατί τον δίνεις τον παρτιζάνο;”» Τον ξεχώρισαν τον αδερφό μου, τον πήγανε προς τη Νάουσα. Εκεί, τον σκοτώσανε.

Εγώ, όταν μας ήρθε το μαντάτο ότι τον σκότωσαν, βάλθηκα να τον βρω. Έφυγα κι ήρθα με τα πόδια απ' το βουνό, περπάτησα κι ήρθα στο χωριό. Είχε μνήματα εκεί, φρεσκοσκαμμένα. Πήγα, άνοιξα, έψαξα ένα μνήμα. Βρήκα έναν, αλλά δεν ήταν ο αδερφός μου. Ο αδερφός μου είχε σγουρό μαλλί, αυτός είχε μαλλιά ίσια και φορούσε ρούχα βλάχικα, ούτε χακί, ούτε τίποτα. Πήγα κάτω στη γέφυρα, έσκαψα κι εκεί έναν τάφο. Κι εκείνος δεν ήταν ο αδερφός μου, το κεφάλι του με ίσια μαλλιά ήτανε. Έψαξα δύο μνήματα, άλλο δεν μπόρεσα. Ήμουν έντεκα χρονών.

Ποτέ δε βρήκα το μνήμα του αδερφού μου. Δε βρήκαμε τίποτα. Μάλλον τον σκοτώσανε στη Νάουσα. Πήγα εγώ στην Κουτσούφλιανη εκεί, που έχουνε έναν πίνακα με τα παιδιά που σκοτωθήκανε στο χωριό, και λέω: «Ο δικός μου ο αδερφός πού είναι;» Κι από τότε, μαζί με τους άλλους, διαβάζουν και το όνομά του. Τίποτε άλλο δεν μπόρεσα. Έμεινα μόνο εγώ από τα παιδιά, εγώ κι η μητέρα μου.

Στο Μεσόβουνο γυρίσαμε το ’50 και μετά από λίγο καιρό, παντρεύτηκα την Ελένη. Από τα άλλα αδέρφια μου, με τον Ηρακλή είχαμε σχέσεις, τη Δέσποινα τη βλέπαμε, αλλά τον Βασίλη δεν τον ξέραμε. Αυτός που τον υιοθέτησε, δεν ήθελε να γνωριστούμε.

Τελικά, τον γνώρισα μετά από χρόνια. Πήγαινα στο χωριό όπου βρισκόταν, με έβλεπαν οι χωριανοί και λέγανε: «Βρε ο Βασίλης, ο μανάβης, να τος!» Τόσο πολύ μοιάζαμε.

Ερευνήτρια
Φωτιάδου Νίκη
 
Επιμέλεια
Μάγια Φιλιπποπούλου
 
 


Σχόλια υποστηρίζονται από CComment

Λίστα εκδηλώσεων

Δεν υπάρχει προσεχές εκδήλωση
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30

Ο Καιρός

Σημαντικά θέματα

Εφημερεύοντα Φαρμακεία

ΚΟΖΑΝΗΣ

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Κοζάνη

ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ

Εφημερεύοντα Φαρμακεία Πτολεμαίδα

Banner Bottom

logo

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΗΣΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ
 
Τηλέφωνο:  6974928190
Copyright www.ptolemais-post.gr © 2021