Σινιάτσκος! Eκ των σπουδαιoτέρων βουνοκορφών της Ελλάδος. Η σπουδαιότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της Εορδαίας που λίγοι τον αντιλαμβάνονται!
- Επικαιρότητα
- Εμφανίσεις: 1150
Ο Σινιάτσικος
ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ο Σινιάτσικος ( ή το Άσκιο ) αποτελεί το κέντρο μιας τριμερούς οροσειράς που ξεκινάει από το Πισοδέρι του νομού Φλώρινας και καταλήγει στον Αλιάκμονα. Πρόκειται για την οροσειρά Βέρνο – Σινιάτσικος – Μπούρινο. Με το Βέρνο ή Βίτσι διαχωρίζεται στην ορεινή διάβαση της Κλεισούρας στο νομό Καστοριάς και με το Μπούρινο στη στενή κοιλάδα Ξηρολίμνης – «Μπάρας» Σιάτιστας, από όπου διέρχεται η Εγνατία Οδός Θεσσαλονίκης -Ηγουμενίτσας.
Αλλά και ο ίδιος ο Σινιάτσικος έχει τριμερή γεωμορφολογική διαμόρφωση. Η υψηλότερη κορυφή του, το «Σημείο» ή «Σημαία» έχει υψόμετρο 2111 μέτρα και βρίσκεται στο κέντρο του ορεινού συγκροτήματος. Άλλες μεγάλες κορυφές του κυρίου όγκου είναι ο «Χαΐστρος» (1843 μ.), ο «Σκόκος»(1824 μ.), ο «Μανώλης» ( 1772 μ.) και ο «Σκάρπα Πύργος» (1624 μ.). Βορειότερα και νοτιότερα του κυρίου όγκου υπάρχουν χαμηλότερες κορυφές που αποτελούν διαφορετικά όρη. Συγκεκριμένα, στο βορειοδυτικό τμήμα του συγκροτήματος δεσπόζει το «Μουρίκι» με υψηλότερη κορυφή στα 1699 μ. το οποίο διαχωρίζεται από τον κεντρικό όγκο με το οροπέδιο της Βλάστης. Στο νοτιοανατολικό τμήμα, αντίθετα, υψώνεται η «Βέλλια» με υψηλότερη κορυφή στα 1756 μ., η οποία διαχωρίζεται από τον κύριο όγκο με το οροπέδιο της Γαλατινής.
Αν και στη βιβλιογραφία ο Σινιάτσικος ταυτίζεται με το Άσκιο, οι ντόπιοι κάτοικοι αναφέρονται μόνο στο κεντρικό τμήμα του ορεινού συγκροτήματος, όταν χρησιμοποιούν την ονομασία «Σινιάτσικος». Αντίθετα για ολόκληρο το συγκρότημα χρησιμοποιείται πλέον επίσημα τα τελευταία χρόνια η λόγια ονομασία Άσκιο. Το ανάγλυφο του Σινιάτσικου είναι πολύμορφο. Οι δυτικές πλαγιές του είναι απότομες και καταλήγουν στην κοίτη του χειμαρροπόταμου Μύριχου, σε υψόμετρο 700 μ. περίπου, ο οποίος πηγάζει από τις βορειοδυτικές πλαγιές του και χύνεται στον Αλιάκμονα.
Απότομες είναι και οι βόρειες πλαγιές του που καταλήγουν στο οροπέδιο της Βλάστης στα 1200 μ. περίπου. Αντίθετα, οι βορειοανατολικές και ανατολικές καθώς και οι νότιες πλαγιές είναι ομαλότερες και καταλήγουν οι μεν πρώτες στην πεδιάδα της Εορδαίας, στα 700μ. περίπου, οι δε δεύτερες στο οροπέδιο της Γαλατινής, στα 1200 μ. περίπου. Αποτέλεσμα αυτής της σχετικά ομαλής διαμόρφωσης είναι οι αβαθείς χαράδρες, αλλά και μικρά οροπέδια τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία κοιλωμάτων (δολινών). Το υψηλότερο από τα οροπέδια αυτά, το «Δρακολίβαδο», βρίσκεται στα 1800 μ. υψόμετρο.
Αν και αβαθή τα εδάφη του Σινιάτσικου είναι αρκετά γόνιμα. Είναι ελαφρά όξινα μέχρι ουδέτερα (pH: 6,0-7,5), σχετικά πλούσια σε εναλλακτικά κατιόντα ( ασβέστιο, κάλιο και μαγνήσιο), πλούσια σε οργανική ουσία (15%) και με μικρή μεν αλλά ικανοποιητική περιεκτικότητα σε άζωτο (1%) και εκχυλίσιμο φώσφορο ( 1,5 χιλιογραμμάρια/100 γραμμάρια ). Αποτέλεσμα αυτής της γονιμότητας είναι να έχουν πλούσια χλωρίδα με πολλά αρωματικά φυτά και είδη της οικογένειας των ψυχανθών (ψυχανθή). Εξαιτίας αυτής της σύνθεσης, οι κτηνοτρόφοι χαρακτηρίζουν το βουνό ως «γλυκάδι», γιατί έχει φυτά με γλυκιά γεύση που αρέσουν στα αγροτικά ζώα, ιδιαίτερα στα πρόβατα και τα ζωικά προϊόντα που παράγονται είναι αρωματικά.
Το κλίμα είναι ηπειρωτικό και χαρακτηρίζεται από μεγάλο ετήσιο θερμομετρικό εύρος, με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (παγετούς) κατά τη χειμερινή εποχή και σχετικά υψηλές κατά την καλοκαιρινή. Η αυξητική δραστηριότητα των φυτών ξεκινάει τον Απρίλιο και σταματάει τον Σεπτέμβριο με Οκτώβριο.
Ανέκαθεν, η κύρια χρήση γης ήταν η κτηνοτροφία. Tο βουνό είναι ένας απέραντος βοσκότοπος, στον οποίο έβοσκαν παλιότερα κατά τη θερινή περίοδο χιλιάδες αιγοπρόβατα που ανήκαν στους όμορους οικισμούς. Tα ζωικά προϊόντα που παράγονταν από το γάλα ήταν πολλά ( τυρί-φέτα, δερματίσιο τυρί, βούτυρο, μπάτζιος, ούρδα), φημισμένα στην περιοχή εξαιτίας της πλούσιας και αρωματικής χλωρίδας του Σινιάτσικου. Αλλά και το μαλλί των προβάτων και των γιδιών ήταν πολύτιμο γιατί επεξεργάζονταν και χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή τοπικών ενδυμασιών (π.χ. κάπες, μαλλιότα, ντουλαμάδες, σιγκούνια, παραδοσιακά γυναικεία φορέματα κ.α.). Σήμερα, τα κοπάδια των αιγοπροβάτων που βόσκουν είναι ελάχιστα και σε μεγάλο βαθμό έχουν αντικατασταθεί από αγέλες βοοειδών κρεατοπαραγωγικής κατεύθυνσης.
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment