Γιατί τόσοι άνθρωποι νιώθουν να αντιπαθούν τον πρωθυπουργό προσωπικά;
- Επικαιρότητα
- Εμφανίσεις: 509
Γιατί τόσοι άνθρωποι νιώθουν να αντιπαθούν τον πρωθυπουργό προσωπικά;
Δεν πρόκειται για πολιτική αντιπάθεια ούτε για απόρριψη με βάση ηγετικά χαρακτηριστικά. Αυτό συνέβαινε πάντοτε. Ολοι οι ηγέτες είχαν τους οπαδούς και τους ορκισμένους εχθρούς τους. Πρόκειται για εκδηλώσεις συναισθημάτων που επιτίθενται στο ίδιο το πρόσωπο του πολιτικού, στο ύφος και την αισθητική του.
Κι αυτά πάντοτε υπήρχαν. Το φαινόμενο όμως πήρε διαστάσεις τελευταίως και συζητήθηκε δημόσια λόγω του έντονου «αθυρόστομου» χαρακτήρα των συνθημάτων που εκφέρονται εναντίον του Μητσοτάκη και δικαίως θεωρούνται απαράδεκτα. Ασυνήθιστο, αναμφίβολα, για τα πολιτικά ήθη της χώρας. Εως πρόσφατα, ακόμη και οι πιο σκληρές αποδοκιμασίες εναντίον των πολιτικών, δεν στόχευαν στα πρόσωπα αυτά καθαυτά. Ακόμη και οι κρεμάλες των αγανακτισμένων ή το διαβόητο σύνθημα «να καεί, να καεί… η Βουλή» είχαν πολιτική στόχευση, δεν αφορούσαν κάποιον προσωπικά.
Μερικοί αποδίδουν το φαινόμενο στη δυναμική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που μεταδίδουν έναν επιθετικό και γεμάτο φανατισμό και εμπάθεια λόγο. Αλλοι το ερμηνεύουν ως εκδήλωση οργής φανατικών ανθρώπων, που δεν αισθάνονται πως ακούγεται η φωνή τους από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα οποία «λιβανίζουν» την κυβέρνηση. Τέλος, πολλοί θεωρούν υπεύθυνη της οργής την ασφυξία που προκάλεσε, κυρίως στους νέους, η πανδημία.
Δεν παραγνωρίζω τη σημασία των παραπάνω παραγόντων. Ομως, ίσως υπάρχει μια πιο βαθιά, ταξικού χαρακτήρα αιτία, που συνδέεται με το πώς προσλαμβάνεται το κοινωνικό προφίλ του πρωθυπουργού από ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, κυρίως τους πιο «καθημερινούς» ανθρώπους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρώτος Ελληνας πρωθυπουργός, τόσο έκδηλα εκφραστής των αξιών, του τρόπου ζωής και της αισθητικής μιας παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης ελίτ. Πολιτικός κληρονόμος, με περιουσία πολύ πάνω από τον μέσο όρο και σπουδές, ο ίδιος και η οικογένεια του, σε ιδιωτικά σχολεία και σε ελίτ αμερικανικά πανεπιστήμια, συνιστά έναν σύγχρονο πρίγκιπα. Προβάλλει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ύφος, που παραπέμπει στο «γκλάμουρ» ισχυρών και διεθνώς προβεβλημένων πολιτικών οικογενειών.
Σε σχέση με προηγούμενα χρόνια η διαφορά είναι εμφανής, καθώς οι πολιτικές ηγεσίες της μεταπολίτευσης, δεξιές και αριστερές, παρέπεμπαν περισσότερο σε μια εθνική και όχι υπερεθνική ελίτ.
Στη Δεξιά, μάλιστα, οι ηγέτες της φρόντιζαν να υπερτονίζουν τα χαρακτηριστικά της «βαθιάς Ελλάδας», που οι ίδιοι προσωπικά διέθεταν. Η σερραϊκή προφορά του Καραμανλή, για παράδειγμα, η γκλίτσα του Αβέρωφ, οι κρητικοί τρόποι του Κώστα Μητσοτάκη, ή το φιλικό και χαλαρό «σαλονικιώτικο» ύφος –αν και μη Σαλονικιός– του νεότερου Καραμανλή, αναδείκνυαν ένα ύφος αναγνωρίσιμο, οικείο σε όλα τα τμήματα του εθνικού ακροατηρίου.
Συνδυάζοντας νεωτερικά και παραδοσιακά στοιχεία στο στυλ και την αισθητική τους, οι ηγέτες της μεταπολίτευσης επέτρεπαν και στα πιο «προχωρημένα» και στα πιο παραδοσιακά κομμάτια της κοινωνίας να συνδέονται φαντασιακά μαζί τους. Ακόμη κι ο Ανδρέας Παπανδρέου, αναμφίβολα ο πιο κοσμοπολίτης Ελληνας πολιτικός ηγέτης, συνειδητά υποβάθμιζε αυτή τη διάσταση της προσωπικότητάς του προς όφελος μιας πιο λαϊκής εκδοχής της.
Στην περίπτωση του σημερινού πρωθυπουργού αυτή η έγνοια να εκφράζει αισθητικά και ως τρόπο ζωής το σύνολο της χώρας δεν φαίνεται να υφίσταται. Ο Μητσοτάκης υποστηρίζει «ακομπλεξάριστα» ένα συγκεκριμένο στυλ, είναι ο εαυτός του. Κάπως έτσι, όμως, το κοινωνικό υπόβαθρο του Μητσοτάκη έγινε πολιτικό ζήτημα, δηλαδή στοιχείο της δημόσιας αντιπαράθεσης.
Ενα τμήμα της κοινωνίας, όχι μόνο το πιο κοσμοπολίτικο ή το πιο εύπορο και κοινωνικά ισχυρό, ενθουσιάζεται με το στυλ του πρωθυπουργού. Θεωρεί πως επιτέλους η χώρα έχει στο τιμόνι έναν μοντέρνο άνθρωπο, τεχνοκράτη, ο οποίος εκφράζει την κοινωνική καταξίωση και τον δυτικό κοσμοπολιτισμό. Αντίθετα, οι αμέσως προηγούμενοι, με τα κακά αγγλικά τους και την «μπολσεβίκικη» ξύλινη γλώσσα τους γίνονται αντιληπτοί, από αυτόν τον κόσμο, ως απαίδευτοι ερασιτέχνες. Ο ίδιος μάλιστα ο Μητσοτάκης, θέλοντας προφανώς να ενισχύσει αυτές τις πεποιθήσεις, δήλωσε προσφάτως πως τον χωρίζει «πολιτιστικό χάσμα» με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στην αντίπερα όχθη, πάλι, αρκετοί ενοχλούνται. Αντιλαμβάνονται το πρωθυπουργικό στυλ ως έκφραση της ισχύος και της αλαζονείας μιας πλούσιας ελίτ, που αγνοεί πώς οι ζουν οι κανονικοί άνθρωποι.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως το επικοινωνιακό επιτελείο του πρωθυπουργού αντισταθμίζει το έλλειμμα λαϊκότητας του Μητσοτάκη με άλλες στρατηγικές. Απολύτως θεμιτό και προς το παρόν αποτελεσματικό. Μου φαίνεται όμως ανεπίτρεπτο, ο πρωθυπουργός να είναι ανεκτικός έναντι της ρατσιστικής Ακροδεξιάς προκειμένου να μη χάσει ένα ακροατήριο που ο ίδιος προσωπικά δεν έχει τίποτε το κοινό με αυτό και ούτε θα επιθυμούσε να έχει. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Σχόλια υποστηρίζονται από CComment